Θεολογικό Γλωσσάριο - Θεολογικό Γλωσσάριο

Άβατον: Ιερός τόπος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να εισέλθει. Α.Μοναστήρι είναι η Μονή στην οποία απαγορεύεται η είσοδος γυναικών και αντιθέτως, για γυναικείες Μονές, στις οποίες απαγορεύεται η είσοδος ανδρών. Α. Αγίου Όρους. Α. σε άνδρες και γυναίκες είναι και το Άγιo Βήμα των Ιερών Ναών στο οποίο πρέπει να εισέρχονται ΜΟΝΟ όσοι έχουν ειδική άδεια για να υπηρετήσουν το Λειτουργό Ιερέα.
Αββάς: Τίτλος, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην Αίγυπτο και στη Συρία, γι’ αυτούς που εκτελούσαν χρέη πνευματικού οδηγού, όταν ο αναχωρητισμός άρχισε να μεταμορφώνεται σε κοινόβια. Αναγνωριζόταν η αγιότητα και η πείρα τους, είτε με εκλογή, είτε με φυσική αναγνώριση της αρετής τους, λόγω της μακροχρόνιας και ευλογημένης ασκήσεώς τους. Αργότερα ο όρος αντικαταστάθηκε στην πρώτη περίπτωση (εκλογή) από τη λέξη ‘ηγούμενος’. Ανάλογος της λέξεως Αββάς υπήρξε αργότερα στη Ρωσία ο όρος ‘Στάρετς’.